Το έργο των αποστόλων
Η κύρια αποστολή των Δώδεκα επισημάνθηκε από την πρώτη στιγμή της κλήσεως τους στο αξίωμα από τον Ιησού Χριστό. Δεν τούς έταξε κοσμική ισχύ, προβολή, πλούτο ή τιμές.
Αλλά τούς έκανε σαφές ότι τούς προορίζει να γίνουν «αλιείς ανθρώπων»: Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς άλιεϊς ανθρώπων (Ματθ. 4, 19).Έπρεπε να συνεχίσουν το έργο του, σκοπός του οποίου ήταν να απολυτρωθεί ό άνθρωπος από την αμαρτία, διά της πίστεως στον αληθινό Θεό, και να ιδρυθεί έτσι ή βασιλεία του Θεού πάνω στη γη.
Ή εντολή του Κυρίου πριν» αναληφθεί στους ουρανούς ήταν επίσης ξεκάθαρη: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιοί και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρεΐν πάντα, όσα ένετειλάμην ύμϊν (Ματθ. 28, 19-20. Πράξ. 1,8), πού σημαίνει: Πηγαίνετε και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη, βαπτίζοντας τους στο όνομα του Πατρός και του Υιοί και του Αγίου Πνεύματος και διδάξτε τους να τηρούν όλες τις εντολές πού σάς έδωσα. Ιδού λοιπόν το έργο των αποστόλων να κηρύττουν σε όλους τον Χριστό, το Ευαγγέλιο, δηλαδή την καλή και χαρμόσυνη αγγελία, περιεχόμενο της οποίας είναι ό Ιησούς και ή βασιλεία του Θεού πού ήρθε για να ιδρύσει επί της γης.
Επειδή όμως κανένας δεν μπορεί να πει «ό Ιησούς είναι ό Κύριος», παρά μόνο με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 12, 3), οι απόστολοι συνειδητοποίησαν το έργο και την υψηλή αποστολή τους μόνο μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την ήμερα της Πεντηκοστής (Πράξ. 2, 1-4). Πριν συμβεί αυτό, όλοι τους είχαν δείξει προσωπικές αδυναμίες και ατέλειες, δυσπιστία, εγκόσμιες προσδοκίες για το Μεσσία, φιλοδοξίες, δειλία, ακόμη και άρνηση του Διδασκάλου τους. Μόνον όταν έπλήσθησαν Πνεύματος Αγίου (Πράξ. 2, 4) απέκτησαν πλήρη συνείδηση του έργου πού είχαν να επιτελέσουν. Και ξεπερνώντας τις αδυναμίες τους απεδείχθησαν άξιοι της αποστολής τους, αντιμετώπισαν τις δυσκολίες και τις αντιδράσεις Ιουδαίων και ειδωλολατρών και υπέμειναν με καρτερία τούς διωγμούς και το μαρτυρικό θάνατο.
Άλλωστε ό Κύριος και Διδάσκαλος τους είχε προαναγγείλει ότι τούς στέλνει σαν πρόβατα ανάμεσα στους λύκους (Ματθ. 10, 16) και πρέπει να φυλάγονται από τούς ανθρώπους πού θα τούς οδηγούσαν στα δικαστήρια, θα τούς μαστίγωναν στις συναγωγές, θα τούς καταδίωκαν από πόλη σε πόλη κλπ. (πρβλ. Ματθ. 10, 17-23), θα τούς έστελναν και στο μαρτύριο. Και πράγματι όλα αυτά συνέβησαν στο πρόσωπο των αποστόλων, όπως επιγραμματικά επισημαίνει ό μέγας Παύλος στους Κορινθίους, όταν γράφει: Μου φαίνεται πώς ό Θεός σ’ εμάς τούς αποστόλους έδωσε την ελεεινότερη θέση, σα να είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε στην αρένα. Γιατί γίναμε θέαμα για τον κόσμο, για αγγέλους και γι ανθρώπους. Εμείς παρουσιαζόμαστε μωροί για χάρη του Χριστού…, εμείς είμαστε αδύναμοι…, εμείς είμαστε περιφρονημένοι…»Ως αυτήν την ώρα πεινάμε, διψάμε, γυρνάμε με κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, από τόπο σε τόπο χωρίς σπίτι, και μοχθούμε να ζήσουμε δουλεύοντας με τα ιδία μας τα χέρια… Καταντήσαμε σαν τα σκουπίδια όλου του κόσμου, ως αυτήν την ώρα θεωρούμαστε τα αποβράσματα της κοινωνίας (Α ‘ Κορ. 4, 9-13).
Παρά τα αμέτρητα όμως παθήματα, για τα όποια και ένιωθαν καύχηση, αφού ήταν για το όνομα του Χριστού, δεν έπαυσαν να κηρύττουν «Χρι-στον έσταυρωμένον» και άνασταντα, αψηφώντας τα πάντα, ακόμα και τη ζωή τους! Ακολουθώντας δε την εντολή πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη (Ματθ. 28, 19), όλοι οι απόστολοι δια-σκορπίστηκαν από τις Ινδίες μέχρι τη Ρώμη και από το Βυζάντιο (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη) μέχρι την Αιθιοπία για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, πλην του άδελφοθέου Ιακώβου πού παρέμεινε στήν ‘Ιερουσαλήμ. Όπου ίδρυαν χριστιανικές κοινότητες (εκκλησίες) χειροτονούσαν και εγκαθιστούσαν πρεσβυτέρους και επισκόπους στους οποίους ανέθεταν τη διαποίμανση των χριστιανών (Πράξ. 14, 23. 20, 28).’Έτσι, σταδιακά, ό λόγος του Θεού διαδόθηκε ταχύτατα και, παρά τούς διωγμούς, το δέντρο της Εκκλησίας αυξήθηκε και καρποφόρησε πνευματικά.